υπαμοιβή

υπαμοιβή
η, Ν
1. εναλλαγή, διαδοχή
2. φρ. «εξ υπαμοιβής» — εκ περιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπαμείβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό 'Ομηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”